сумерничать - ορισμός. Τι είναι το сумерничать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι сумерничать - ορισμός


сумерничать      
несов. неперех. разг.
Проводить сумерки (1), не зажигая света.
сумерничать      
С'УМЕРНИЧАТЬ, сумерничаю, сумерничаешь, ·несовер. (·разг. ). Сидеть без огня в сумерках, в ожидании наступления темноты, ничего не делая или тихо беседуя. "- Что ж вы огонь не зажигаете. - Мы сумерничаем." М.Горький.
СУМЕРНИЧАТЬ      
сидеть без огня в сумерках.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για сумерничать
1. Местная молодежь - за неимением средств - сумерничать и целоваться выходит на океанскую набережную Малекон.
2. Урожаи они получали, по европейским меркам, смехотворные, но зато были добродушны, не знали воровства и матерной брани, сообща, миром решали накопившиеся проблемы, умели сумерничать за компанию с соседями, уважали старших и чурались пьянства по будним дням.
Τι είναι сумерничать - ορισμός